- θησαυρός
- Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή.
(Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων.
Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά κατασκευασμένα για τη φύλαξη των χρημάτων. Θ. επίσης ονομάστηκαν οι δύο περίφημοι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι, ο θ. του Ατρέα στις Μυκήνες και του ο θ. του Μινύα στον Ορχομενό της Βοιωτίας, στους οποίους ένα δωμάτιο, που αποτελούσε προέκταση του νεκρικού θαλάμου, χρησίμευε για τη φύλαξη των πλούσιων κτερισμάτων. Στην κλασική εποχή στα μεγάλα πανελλήνια ιερά των Δελφών, της Ολυμπίας και της Δήλου, οι διάφορες πόλεις έχτιζαν τους δικούς τους θ., όπου συγκέντρωναν τα αναθήματα και τα λατρευτικά αντικείμενα που προσέφεραν. Τα κτίρια αυτά ήταν συνήθως μικρά και είχαν το εξαιρετικά απλό σχήμα του ναού, σε παράσταση δωρικού ή ιωνικού τύπου.
Η ανεύρεση θ. κρυμμένων στο έδαφος, κατά καιρούς, έφερε στο φως σημαντικές ποσότητες αρχαίων ελληνικών αντικειμένων από πολύτιμα υλικά και απέδειξε τη μεγάλη ανάπτυξη της χρυσοχοϊκής και της τορευτικής στην αρχαία Ελλάδα. Τέτοιοι θ. βρέθηκαν σε διάφορες, ενίοτε πολύ απομακρυσμένες από την Ελλάδα περιοχές, όπως στο Βιξ της Γαλλίας, όπου το 1953 ανακαλύφθηκε ένας θ. του 6ου αι. π.Χ., o οποίος αποτελείται από έναν μεγάλο χάλκινο κρατήρα και αργυρά κύπελλα. Άλλοι θ. ανακαλύφθηκαν στη Σερβία, αλλά οι πλουσιότεροι βρέθηκαν σε τάφους της νότιας Ρωσίας. Τον 19ο αι. ανακαλύφθηκαν πολλοί θ. με έργα ελληνιστικής και ελληνορωμαϊκής τέχνης. Από αρχαία κείμενα είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη για τα έργα της ελληνιστικής αργυροχοϊκής και χρυσοχοϊκής και ότι για να τα αποκτήσουν κατέφευγαν σε λεηλασίες και λαφυραγωγήσεις, αναγκάζοντας έτσι τους ιδιοκτήτες τους να τα κρύβουν στο έδαφος. Επειδή τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν ένα είδος περιουσίας που μπορούσε εύκολα να ρευστοποιηθεί σε περίπτωση πολέμου, οι θ. που ανευρίσκονταν στη ρωμαϊκή εποχή θεωρούνταν ιδιοκτησία του κράτους· από τους αυτοκρατορικούς χρόνους και έπειτα, το δικαίωμα πέρασε στους ιδιώτες. Ένας από τους σημαντικότερους θ. βρέθηκε το 1959 στην Παναγκούριστε της νότιας Βουλγαρίας και αποτελείται από εννέα αντικείμενα, όλα χρυσά, που χρονολογούνται από τον 4o αι. π.Χ. έως τον 3o αι. μ.Χ. Στην Ιταλία, δύο θ. του 1ου αι. μ.Χ., επαύλεις του Μένανδρου στην Πομπηία ο ένας και του Μποσκοριάλε ο άλλος, έφεραν στο φως δύο πλήρη αργυρά σερβίτσια φαγητού. Περίφημοι είναι ακόμα οι θ. της Σαόνς στη Γαλλία με 39 αργυρά αντικείμενα, της Χίλντεσχαϊμ στη Γερμανία με 70 ανάγλυφα αργυρά αντικείμενα, του Μίλντενχολ στην Αγγλία και του Εσκυλίνου στη Ρώμη.
Αξιόλογοι θ. με αντικείμενα βυζαντινής τέχνης βρέθηκαν δύο στην Λάμπουσα της Κύπρου, με αργυρούς δίσκους, χρυσά κοσμήματα κ.ά. και ένας στη θέση Κράτηγος της Μυτιλήνης με χρυσά, αργυρά και χάλκινα αντικείμενα.
(Νομ.) Αντικείμενο αξίας, κρυμμένο μέσα σε άλλο πράγμα, κινητό ή ακίνητο, για τόσο χρονικό διάστημα ώστε να μην μπορεί να εξακριβωθεί ο κύριός του. Σύμφωνα με τον Α.Κ., όποιος βρει έναν τέτοιο θ. και τον πάρει (αποκτήσει τη νομή του) γίνεται κύριος του μισού μέρους. Το άλλο μισό ανήκει στον κύριο του αντικειμένου όπου βρέθηκε κρυμμένος ο θ. Ο τυχόν επικαρπωτής ή οποιοσδήποτε άλλος κάτοχος του αντικειμένου στο οποίο ήταν κρυμμένος ο θ. δεν έχει κανένα δικαίωμα. To Σύνταγμα προστατεύει ιδιαίτερα τους αρχαιολογικούς θ., οι οποίοι δεν μπορούν vα αποτελέσουν αντικείμενο ατομικής ιδιοκτησίας, και προβλέπει τη νομοθετική ρύθμιση, όσον αφορά την ιδιοκτησία, τη διάθεσή τους και την προστασία τους.
Ο Θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς, που χτίστηκε πιθανότατα κατά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Στην κλασική εποχή οι διάφορες πόλεις έχτιζαν δικά τους κτίρια στα μεγάλα πανελλήνια ιερά και συγκέντρωναν εκεί τα αντικείμενα που προσέφεραν.
* * *ο (ΑΜ θησαυρός)1. άφθονα πλούτη, περιουσία, χρήματα, ό,τι αποταμιεύεται, ό,τι φυλάσσεται σε θησαυροφυλάκιο («οι θησαυροί τού Κροίσου»)2. θησαυροφυλάκιο («ἐσφράγισται ἐν τοῑς θησαυροῑς μου», ΠΔ)3. καθετί που είναι μεγάλης αξίας ή σπουδαιότητας («θησαυροὺς οὓς κατέλιπον βιβλίοις», Ξεν.)3. ναόμορφο οικοδόμημα ελληνικής πόλης στα μεγάλα ιερὰ στο οποίο φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα στους θεούς («τὸν ἐν Δελφοῑς θησαυρὸν τῶν Ἀθηναίων», Ξεν.)4. θολωτός μηκυναϊκός τάφος μέσα στον οποίο πιστευόταν ότι οι βασιλείς έκρυβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους («θησαυρὸς τοῡ Ἀτρέως»)νεοελλ.1. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια2. καθετί που απαντά σε αφθονία («θησαυρός γνώσεων»)3. ποσότητα χρημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων κρυμμένων ή θαμμένων κάπου («χρόνια τώρα ψάχνει να βρει έναν θησαυρό»)4. φρ. α) «θησαυρός τής ελληνικής γλώσσας» — μεγάλο λεξικό το οποίο περιλαμβάνει όλες ή όσο το δυνατόν περισσότερες λέξειςβ) «κρυμμένος θησαυρός» — αφανής αξία, πρόσωπο μεγάλης αξίας που ώς τώρα αγνοήθηκενεοελλ.-αρχ.παροιμ. «ἄνθρακες ὁ θησαυρός» — λέγεται για ελπίδες που διαψεύσθηκαν (Λουκιαν.)αρχ.1. πάπ. δημόσια αποθήκη σιτηρών2. δοχείο, κιβώτιο, θήκη πολύτιμων πραγμάτων3. κυβόσχημο κουτί με σχισμή για τη ρίψη κερμάτων στους ναούς4. σπήλαιο5. υπόγεια φυλακή6. φρ. «θησαυρὸς βελέεσσιν» — η φαρέτρα (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά καιρούς διατυπώθηκαν εικασίες που δεν πείθουν. Η λ. θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό θησ- < τί-θη-μι (πρβλ. το α' συνθετικό στησ- < ί-στη-μι τού Στησ-ήνωρ κι ακόμη το στησί-χορος), δεν υπάρχει όμως άλλο συνθ. με αυτό το α' συνθετικό. Το υποτιθέμενο β' συνθετικό -αυρος σημαίνει κατά μία άποψη «ύδωρ» (πρβλ. άν-αυρος) και η αρχική σημασία τού θησ-αυρός ήταν «τόπος αποθηκεύσεως ύδατος, δεξαμενή». Κατ' άλλη άποψη το β' συνθετικό είναι η λ. αύρα και ο θησ-αυρός δήλωνε αρχικά ένα είδος υπαίθριας τροφαποθήκης. Η Λατινική δανείστηκε τις λ. thesaurus και thesaurizō από την Ελληνική.ΠΑΡ. θησαυρίζωαρχ.θησαυρικός, θησαυρώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θησαυροφύλακας(-αξ), θησαυροφυλάκιον)αρχ.θησαυροποιός, θησαυροποιώ, θησαυροφυλακώμσν.θησαυροδοτώ, θησαυρομανίανεοελλ.θησαυρωρυχεία. (Β' συνθετικό) αρχ. ευθήσαυρος, φιλοθήσαυρος].
Dictionary of Greek. 2013.